Κάρολος Νικόλαος Φαβιέρος ( 1782-1855 )

Γαλλία

Ο Charles Nicolas Fabvier (εξελ.: Κάρολος Νικόλαος Φαβιέρος) ήταν Γάλλος στρατιωτικός, πολιτικός και διπλωμάτης.

Γεννήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου 1782 στην πόλη Ποντ-α-Μουσόν της βορειοανατολικής Γαλλίας. Φοίτησε στην Πολυτεχνική Σχολή του Παρισιού. Το 1804 κατετάγη στον γαλλικό στρατό. Τον επόμενο χρόνο έλαβε μέρος στην εκστρατεία της Ουλμ, κατά τη διάρκεια της οποίας τραυματίστηκε. Ήταν μέλος της γαλλικής στρατιωτικής αποστολής που μετέβη το 1807 στην Οθωμανική Αυτοκρατορία προκειμένου να σχεδιάσει την άμυνα της Κωνσταντινούπολης. Το 1808 στάλθηκε στην Περσία, όπου ασχολήθηκε με την οργάνωση του περσικού στρατού. 

Το 1809 επέστρεψε στην Ευρώπη και, φέροντας πλέον τον βαθμό του λοχαγού, συμμετείχε και πάλι στους Ναπολεόντειους Πολέμους. Σε αναγνώριση των υπηρεσιών του, ο Ναπολέων τον προήγαγε σε ταγματάρχη και αργότερα σε συνταγματάρχη. Επιπλέον, του απένειμε τον τίτλο του βαρόνου. 

Μετά τη γαλλική ήττα στη μάχη του Βατερλό και την οριστική πτώση του Ναπολέοντα, ο Fabvier συνέχισε να υπηρετεί στον γαλλικό στρατό. Ωστόσο, οι φιλελεύθερες ιδέες του γρήγορα τον έφεραν σε σύγκρουση με το καθεστώς των Βουρβόνων. Έτσι, το 1818 αποστρατεύθηκε. 

Στα τέλη του 1823 ο Fabvier έφτασε για πρώτη φορά στην επαναστατημένη Ελλάδα χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Borel. Στόχος του ήταν να δημιουργήσει μια γεωργική και βιομηχανική αποικία, στην οποία θα εγκαθίσταντο εξόριστοι Γάλλοι και Ιταλοί βοναπαρτιστές. Η επαναστατική ελληνική κυβέρνηση ανταποκρίθηκε θετικά, παραχωρώντας στον Fabvier κατάλληλη έκταση επί πληρωμή. Ωστόσο, η δυσμενής εξέλιξη της Επανάστασης ιδίως μετά την έναρξη της εκστρατείας του Ιμπραήμ, δεν επέτρεψε την υλοποίηση του σχεδίου.

Αφού πραγματοποίησε ένα σύντομο ταξίδι στη δυτική Ευρώπη, ο Fabvier επέστρεψε τον Μάιο του 1825 στην Ελλάδα. Λίγο αργότερα ανέλαβε τη διοίκηση και την εκπαίδευση του τακτικού ελληνικού στρατού, ως επικεφαλής του οποίου πήρε μέρος σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις. 

Τον Δεκέμβριο του 1826, ηγούμενος δύναμης περίπου 500 ανδρών, ο Fabvier κατόρθωσε να διασπάσει τις γραμμές των οθωμανικών στρατευμάτων που πολιορκούσαν την Ακρόπολη της Αθήνας και να εισέλθει σε αυτή. Η παράτολμη και ηρωική ενέργεια συνέβαλε αποφασιστικά στην ανακούφιση και στην ενίσχυση των πολιορκούμενων, οι οποίοι κατόρθωσαν να αντισταθούν έως τον Μάιο του 1827, οπότε αναγκάστηκαν να παραδώσουν την Ακρόπολη στον Κιουταχή, διασφαλίζοντας όμως τη μη σύλληψή τους. Ο Fabvier και τα μέλη του τακτικού στρατού κατέλυσαν στα Μέθανα, από όπου τον Οκτώβριο αναχώρησαν για τη Χίο, με στόχο την απελευθέρωσή της. Ωστόσο, η επιχείρηση κατέληξε σε αποτυχία, για την οποία του αποδόθηκαν ευθύνες.

Ο Fabvier ήταν ακόμα στη Χίο όταν τον Ιανουάριο του 1828 ο Ιωάννης Καποδίστριας αφίχθηκε στην Ελλάδα και ανέλαβε τα καθήκοντα του κυβερνήτη. Πολύ σύντομα, επήλθε ρήξη ανάμεσα στον Fabvier και τον Καποδίστρια, με αποτέλεσμα τον Μάιο του ίδιου έτους ο Fabvier να υποβάλει την παραίτησή του από τη διοίκηση του τακτικού στρατού και να αποχωρήσει από την Ελλάδα. Επέστρεψε λίγους μήνες αργότερα ως μέλος του γαλλικού εκστρατευτικού σώματος υπό τον στρατηγό Nicolas Joseph Maison και επιδίωξε να αναλάβει εκ νέου την αρχηγία του ελληνικού στρατού. Ο Καποδίστριας αρνήθηκε, κι έτσι στις αρχές του 1829 ο Fabvier εγκατέλειψε για πάντα την Ελλάδα με προορισμό τη Γαλλία. 

Το 1830 συμμετείχε στην Ιουλιανή Επανάσταση και του ανατέθηκε η θέση του φρουράρχου του Παρισιού με τον βαθμό του αντιστράτηγου. Το 1848, μετά την οριστική του αποστρατεία, διορίστηκε πρεσβευτής της Γαλλίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και κατόπιν στη Δανία. Το 1849 εξελέγη μέλος της γαλλικής Εθνοσυνέλευσης. Αποσύρθηκε από τον δημόσιο βίο το 1851. 

Σε αναγνώριση των υπηρεσιών που προσέφερε στην Ελλάδα, το 1827 η Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας τον ανακήρυξε επίτιμο Έλληνα πολίτη, ενώ αργότερα ο βασιλιάς Όθων του απένειμε τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος του Σωτήρος. Απεβίωσε στο Παρίσι στις 15 Σεπτεμβρίου 1855. Σε ένδειξη τιμής προς τον νεκρό, κηρύχθηκε τριήμερο πένθος στον ελληνικό στρατό.